Γαλλικά » Γερμανικά

nase [nɑz] ΕΠΊΘ πολύ οικ!

1. nase:

nase chose
kaputt οικ

2. nase (épuisé):

nase
k. o​. οικ
nase
fertig οικ

3. nase (ivre):

nase
dicht οικ

4. nase (cinglé):

nase
durchgeknallt αργκ
gros nase αρσ μειωτ πολύ οικ!
Trottel αρσ μειωτ πολύ οικ!

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "nase" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina