Γαλλικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „jubilant“ στο λεξικό Γαλλικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Γαλλικά)

jubiler [ʒybile] ΡΉΜΑ αμετάβ

1. jubiler οικ:

2. jubiler (se réjouir vivement):

jubilieren τυπικ

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γαλλικά
Et qu’il faudra entendre lire par son auteur, coincé et jubilant tout à la fois.
fr.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina