Γαλλικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „inoccupation“ στο λεξικό Γαλλικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Γαλλικά)

inoccupation [inɔkypasjɔ͂] ΟΥΣ θηλ λογοτεχνικό

inoccupation d'une personne
Untätigkeit θηλ
inoccupation d'une personne
Müßiggang αρσ τυπικ

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γαλλικά
Après plusieurs mois d'inoccupation, il décide d'aider à la boucherie.
fr.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "inoccupation" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina