Γαλλικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „inconsidérément“ στο λεξικό Γαλλικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Γαλλικά)

inconsidérément [ɛ͂kɔ͂sideʀemɑ͂] ΕΠΊΡΡ

inconsidérément
inconsidérément

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γαλλικά
Déboiser, dénuder inconsidérément le sol, faire appel à certaines méthodes de culture, d'élevage et de pâturage, brûler les pailles conduit à déséquilibrer le climat.
fr.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "inconsidérément" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina