Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: malignité , lignite , indignité και bénignité

malignité [maliɲite] ΟΥΣ θηλ

1. malignité τυπικ (méchanceté):

Boshaftigkeit θηλ

2. malignité ΙΑΤΡ:

Bösartigkeit θηλ
malignität θηλ ειδικ ορολ

lignite [liɲit] ΟΥΣ αρσ

bénignité [beniɲite] ΟΥΣ θηλ

2. bénignité απαρχ (qualité d'une personne):

Güte θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina