Γαλλικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „fourniment“ στο λεξικό Γαλλικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Γαλλικά)

fourniment [fuʀnimɑ͂] ΟΥΣ αρσ

1. fourniment (équipement du soldat):

fourniment
Ausrüstung θηλ

2. fourniment οικ (fourbi):

fourniment
Zeug ουδ οικ

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γαλλικά
Avant de déposer leur fourniment dans la cour de cette dernière.
fr.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "fourniment" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina