Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: flécher , fléchir και fustiger

fustiger [fystiʒe] ΡΉΜΑ μεταβ

1. fustiger λογοτεχνικό (flageller):

geißeln λογοτεχνικό

2. fustiger (critiquer):

I . fléchir [fleʃiʀ] ΡΉΜΑ μεταβ

1. fléchir:

2. fléchir (faire céder):

3. fléchir λογοτεχνικό (rendre moins vif):

II . fléchir [fleʃiʀ] ΡΉΜΑ αμετάβ

flécher [fleʃe] ΡΉΜΑ μεταβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina