Γαλλικά » Γερμανικά

filoute [filut] ΟΥΣ θηλ οικ, σπάνιο

1. filoute (personne malhonnête):

filoute
Gaunerin θηλ

2. filoute (enfant espiègle):

filoute
Fratz αρσ

Βλέπε και: filou

filou [filu] ΟΥΣ αρσ οικ

1. filou (personne malhonnête):

Gauner αρσ

2. filou (enfant, chien espiègle):

Schlingel αρσ

filouter [filute] ΡΉΜΑ μεταβ οικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina