Γαλλικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „domesticité“ στο λεξικό Γαλλικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Γαλλικά)

domesticité [dɔmɛstisite] ΟΥΣ θηλ

1. domesticité (personnel de service):

domesticité

2. domesticité σπάνιο:

domesticité d'un animal
Zahmheit θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "domesticité" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina