Γαλλικά » Γερμανικά

démêlant [demelɑ͂] ΟΥΣ αρσ

démêlant
Spülung θηλ

démêler [demele] ΡΉΜΑ μεταβ

1. démêler (défaire):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "démêlant" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina