Γαλλικά » Γερμανικά

I . décati(e) [dekati] ΡΉΜΑ

décati part passé de décatir

II . décati(e) [dekati] ΕΠΊΘ οικ (personne)

décati(e)
décati(e)
verblüht λογοτεχνικό

Βλέπε και: décatir

I . décatir [dekatiʀ] ΡΉΜΑ μεταβ ΤΕΧΝΟΛ

II . décatir [dekatiʀ] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα οικ

I . décatir [dekatiʀ] ΡΉΜΑ μεταβ ΤΕΧΝΟΛ

II . décatir [dekatiʀ] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα οικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "décati" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina