Γαλλικά » Γερμανικά

boursoufflé(e)NO [buʀsufle], boursouflé(e)OT ΕΠΊΘ

2. boursoufflé(e) (emphatique):

I . boursoufflerNO [buʀsufle], boursouflerOT ΡΉΜΑ μεταβ

II . boursoufflerNO [buʀsufle], boursouflerOT ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina