Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: allécher και allergologiste

allécher [aleʃe] ΡΉΜΑ μεταβ

1. allécher (mettre en appétit):

2. allécher (tenter en faisant miroiter qc):

allergologiste [alɛʀgɔlɔʒist], allergologue [alɛʀgɔlɔg] ΟΥΣ αρσ θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina