Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: flegmon , flegme και legging

flegme [flɛgm] ΟΥΣ αρσ

1. flegme:

Gelassenheit θηλ

2. flegme (lourdeur):

Phlegma ουδ

3. flegme ΙΑΤΡ:

Schleim αρσ

flegmon [flɛgmɔ͂] ΟΥΣ αρσ ΙΑΤΡ

leggingNO <leggings> [legiŋ, legiŋs], leggingsOT ΟΥΣ m

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina