Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: enfanter , enfantement και enfantelet

I . enfanter [ɑ͂fɑ͂te] ΡΉΜΑ αμετάβ λογοτεχνικό

II . enfanter [ɑ͂fɑ͂te] ΡΉΜΑ μεταβ λογοτεχνικό

1. enfanter (accoucher):

enfantement [ɑ͂fɑ͂tmɑ͂] ΟΥΣ αρσ

1. enfantement απαρχ:

Niederkunft θηλ τυπικ

2. enfantement λογοτεχνικό (création):

Geburt θηλ λογοτεχνικό
enfantelet αρσ απαρχ
Kleinkind ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina