Γαλλικά » Γερμανικά

éthylomètre [etilɔmɛtʀ] ΟΥΣ αρσ, éthylotest [etilɔtɛst] ΟΥΣ αρσ

1. éthylomètre (appareil):

2. éthylomètre (test):

Alkoholtest αρσ
éthylotest αρσ
éthylotest (analyse) αρσ
Alkoholtest αρσ

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γαλλικά
L'alcootest ou éthylotest est de loin le plus connu du public.
fr.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina