Αγγλικά » Σλοβενικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: capitalize , capitalist , capitalism και alkali

al·ka·li <-s [or -es]> [ˈælkəlaɪ] ΟΥΣ

alkalija θηλ
baza θηλ

capi·tal·ism [ˈkæpɪtəlɪzʳm] ΟΥΣ no πλ

I . capi·tal·ist [ˈkæpɪtəlɪst] ΟΥΣ

kapitalist(ka) αρσ (θηλ)

II . capi·tal·ist [ˈkæpɪtəlɪst] ΕΠΊΘ

I . capi·tal·ize [ˈkæpɪtəlaɪz] ΡΉΜΑ μεταβ

1. capitalize ΓΛΩΣΣ:

2. capitalize ΧΡΗΜΑΤΟΠ:

II . capi·tal·ize [ˈkæpɪtəlaɪz] ΡΉΜΑ αμετάβ μτφ to capitalize on sth

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Αγγλικά

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina