Αγγλικά » Σλοβενικά

I . weed [wi:d] ΟΥΣ

1. weed (plant):

weed
plevel αρσ

2. weed βρετ μειωτ οικ (person):

weed
slabič(ka) αρσ (θηλ)

3. weed no πλ αργκ (marijuana):

weed
trava θηλ

II . weed [wi:d] ΡΉΜΑ μεταβ

III . weed [wi:d] ΡΉΜΑ αμετάβ

weed
pleti [στιγμ opleti]

I . wee [wi:] ΕΠΊΘ προσδιορ σκοτσ οικ

II . wee [wi:] ΟΥΣ no πλ παιδ γλώσσ οικ wee [wee]

III . wee [wi:] ΡΉΜΑ αμετάβ παιδ γλώσσ οικ

Παραδειγματικές φράσεις με weed

weed killer

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina