Αγγλικά » Σλοβενικά

Μεταφράσεις για „sequestrate“ στο λεξικό Αγγλικά » Σλοβενικά (Μετάβαση προς Σλοβενικά » Αγγλικά)

se·ques·trate [ˈsi:kwəstreɪt] ΡΉΜΑ μεταβ

1. sequestrate ΝΟΜ (temporarily confiscate):

sequestrate
sequestrate

2. sequestrate αμερικ (isolate):

sequestrate

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Αγγλικά
The point is this: someone else can sequestrate you at the drop of a hat.
www.news24.com

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina