I . sat·is·fy <-ie-> [ˈsætɪsfaɪ] ΡΉΜΑ μεταβ
1. satisfy (meet needs, fulfil):
-
zadovoljevati [στιγμ zadovoljiti]
2. satisfy (comply with):
-
izpolnjevati [στιγμ izpolniti]
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.