Αγγλικά » Σλοβενικά

pussy [ˈpʊsi] ΟΥΣ

1. pussy (cat):

pussy
mucka θηλ

2. pussy no πλ vulg (woman's genitals):

pussy μτφ μειωτ
muca θηλ

3. pussy αμερικ αργκ (effeminate male):

pussy μτφ μειωτ
mehkužec αρσ

ˈpussy wil·low ΟΥΣ

pussy willow
iva θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina