Αγγλικά » Σλοβενικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: deadly και oddly

odd·ly [ˈɒdli] ΕΠΊΡΡ

I . dead·ly [ˈdedli] ΕΠΊΘ

1. deadly (capable of killing):

3. deadly μειωτ οικ (very boring):

II . dead·ly [ˈdedli] ΕΠΊΡΡ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina