Αγγλικά » Σλοβενικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: morale και aggravate

ag·gra·vate [ˈægrəveɪt] ΡΉΜΑ μεταβ

1. aggravate (worsen):

slabšati [στιγμ poslabšati]

2. aggravate οικ (annoy):

jeziti [στιγμ razjeziti]

mo·rale [məˈrɑ:l] ΟΥΣ no πλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Αγγλικά

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina