Αγγλικά » Σλοβενικά

Μεταφράσεις για „odhódkov“ στο λεξικό Αγγλικά » Σλοβενικά

(Μετάβαση προς Σλοβενικά » Αγγλικά)
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: orthodox

ortho·dox [ˈɔ:θədɒks] ΕΠΊΘ

2. orthodox (strictly religious):

3. orthodox (of the Orthodox Church):

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Αγγλικά
Her belief is not orthodox, but it is religious.
en.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina