Αγγλικά » Σλοβενικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: obdurate και obduracy

ob·du·ra·cy [ˈɒbdjərəsi] ΟΥΣ no πλ μειωτ form

ob·du·rate [ˈɒbdjərət] ΕΠΊΘ μειωτ form

1. obdurate (stubborn):

2. obdurate (difficult):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina