Αγγλικά » Σλοβενικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: earner και perjure

per·jure [ˈpɜ:ʤəʳ] ΡΉΜΑ μεταβ to perjure oneself

earn·er [ˈɜ:nəʳ] ΟΥΣ

1. earner (person):

2. earner οικ (income source):

vir αρσ dohodka

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina