Αγγλικά » Σλοβενικά

Μεταφράσεις για „molested“ στο λεξικό Αγγλικά » Σλοβενικά (Μετάβαση προς Σλοβενικά » Αγγλικά)

mo·lest [mə(ʊ)ˈlest] ΡΉΜΑ μεταβ

1. molest (annoy):

2. molest (harass):

3. molest (attack sexually):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina