Αγγλικά » Σλοβενικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: metrical , clerical , America και prevaricate

Ameri·ca [əˈmerɪkə] ΟΥΣ

cleri·cal [ˈklerɪkəl] ΕΠΊΘ

2. clerical (of the clergy):

met·ri·cal [ˈmetrɪkəl] ΕΠΊΘ

1. metrical:

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Αγγλικά

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina