Αγγλικά » Σλοβενικά

loss <-es> [lɒs] ΟΥΣ

izguba θηλ
poraz αρσ
to be at a loss

ˈloss-lead·er ΟΥΣ

ˈloss-mak·ing ΕΠΊΘ

Παραδειγματικές φράσεις με losses

to cut one's losses

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "losses" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina