Αγγλικά » Σλοβενικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: levitate και leverage

I . levi·tate [ˈlevɪteɪt] ΡΉΜΑ αμετάβ

II . levi·tate [ˈlevɪteɪt] ΡΉΜΑ μεταβ

dvigovati [στιγμ dvigniti v zrak]

lev·er·age [ˈli:vərɪʤ] ΟΥΣ no πλ

1. leverage ΤΕΧΝΟΛ:

vzvod αρσ

2. leverage (influence):

vpliv αρσ
moč θηλ

3. leverage ΧΡΗΜΑΤΟΠ:

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina