Αγγλικά » Σλοβενικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: uplift και saliva

sa·li·va [səˈlaɪvə] ΟΥΣ no πλ

I . up·lift [ˈʌplɪft] ΡΉΜΑ μεταβ

1. uplift (raise):

poviševati [στιγμ povišati]
dvigovati [στιγμ dvigniti]

2. uplift (inspire):

poživljati [στιγμ poživiti]

II . up·lift [ˈʌplɪft] ΟΥΣ

1. uplift (elevation):

2. uplift ΓΕΩΛ:

dvig αρσ

3. uplift (influence):

poživitev θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina