Αγγλικά » Σλοβενικά

Μεταφράσεις για „juridically“ στο λεξικό Αγγλικά » Σλοβενικά (Μετάβαση προς Σλοβενικά » Αγγλικά)

ju·ridi·cal [ʤʊ(ə)ˈrɪdɪkəl] ΕΠΊΘ

1. juridical (of law):

2. juridical (of court):

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Αγγλικά
In the letter he specified this as never juridically abrogated.
en.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "juridically" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina