Αγγλικά » Σλοβενικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: impresario και distressed

im·pre·sa·rio [ˌɪmprɪˈsɑ:riəʊ] ΟΥΣ

dis·tressed [dɪˈstrest] ΕΠΊΘ

1. distressed (unhappy):

2. distressed (shocked):

3. distressed (in difficulties):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Αγγλικά

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina