Αγγλικά » Σλοβενικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: hunt και Kuwaiti

I . Ku·wai·ti [ku:ˈweɪti] ΕΠΊΘ

II . Ku·wai·ti [ku:ˈweɪti] ΟΥΣ

Kuvajtčan(ka) αρσ (θηλ)

I . hunt [hʌnt] ΟΥΣ

1. hunt (chase):

lov αρσ
to go on a hunt

3. hunt (group of hunters):

lovci αρσ πλ

II . hunt [hʌnt] ΡΉΜΑ μεταβ

1. hunt (chase to kill):

III . hunt [hʌnt] ΡΉΜΑ αμετάβ

1. hunt (chase to kill):

2. hunt (search):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Αγγλικά

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina