Αγγλικά » Σλοβενικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: enlist και enact

en·act [ɪˈnækt] ΡΉΜΑ μεταβ

1. enact ΝΟΜ:

sprejemati [στιγμ sprejeti]
uzakonjevati [στιγμ uzakoniti]

2. enact (carry out):

izvajati [στιγμ izvesti]

3. enact ΘΈΑΤ:

igrati [στιγμ odigrati]
uprizarjati [στιγμ uprizoriti]

4. enact μτφ scene:

I . en·list [ɪnˈlɪst] ΡΉΜΑ αμετάβ ΣΤΡΑΤ

II . en·list [ɪnˈlɪst] ΡΉΜΑ μεταβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina