Αγγλικά » Σλοβενικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: whispering και exasperate

I . whis·per·ing [ˈ(h)wɪspərɪŋ] ΟΥΣ no πλ (talking very softly)

II . whis·per·ing [ˈ(h)wɪspərɪŋ] ΕΠΊΘ προσδιορ

1. whispering (talking softly):

2. whispering (rustling):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina