Αγγλικά » Σλοβενικά

I . clamp [klæmp] ΟΥΣ

sponka θηλ
primež αρσ

II . clamp [klæmp] ΡΉΜΑ μεταβ

1. clamp (fasten together):

3. clamp esp βρετ:

clamp down ΡΉΜΑ αμετάβ to clamp down on sth

I . ˈwheel clamp ΟΥΣ esp βρετ αυστραλ

lisice θηλ πλ

II . ˈwheel clamp ΡΉΜΑ μεταβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "clamping" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina