Αγγλικά » Σλοβενικά

I . bog [bɒg] ΟΥΣ

1. bog (wet ground):

bog
barje n
bog

2. bog αργκ:

bog βρετ αυστραλ
s(e)kret αρσ

II . bog [bɒg] ΡΉΜΑ μεταβ

bog down ΡΉΜΑ μεταβ to be bogged down

ˈpeat bog ΟΥΣ

Παραδειγματικές φράσεις με bogged

to get bogged down

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina