Αγγλικά » Σλοβενικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: astonish , Estonia και Estonian

I . Es·to·nian [esˈtəʊniən] ΕΠΊΘ

II . Es·to·nian [esˈtəʊniən] ΟΥΣ

1. Estonian (person):

Estonec(Estonka) αρσ (θηλ)

2. Estonian ΓΛΩΣΣ:

estonščina θηλ

Es·to·nia [esˈtəʊniə] ΟΥΣ

Estonija θηλ

aston·ish [əˈstɒnɪʃ] ΡΉΜΑ μεταβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina