Αγγλικά » Σλοβενικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: comparison και jeopardize

jeop·ard·ize [ˈʤepədaɪz] ΡΉΜΑ μεταβ

jeopardize career, future:

ogrožati [στιγμ ogroziti]

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina