Αγγλικά » Σλοβενικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: charterer , chartered και arterial

ar·te·rial [ɑ:ˈtɪəriəl] ΕΠΊΘ

1. arterial ΑΝΑΤ:

2. arterial ΜΕΤΑΦΟΡΈς:

char·tered [ˈtʃɑ:təd] ΕΠΊΘ

1. chartered (rented out):

2. chartered (officially qualified):

chartered βρετ αυστραλ

char·ter·er [ˈtʃɑ:tərəʳ] ΟΥΣ (company, person)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina