I.gird <παρελθ/μετ παρακειμ girded or girt> [βρετ ɡəːd, αμερικ ɡərd] ΡΉΜΑ μεταβ λογοτεχνικό
II.to gird oneself ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
to gird oneself <παρελθ/μετ παρακειμ girded or girt> λογοτεχνικό:
- accingersi (for a fare)
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.