Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια:
besot, besom, loin και loins,

Μεταφράσεις για besoins στο λεξικό Αγγλικά»Ιταλικά

besot <forma in -ing besotting, παρελθ, μετ παρακειμ besotted> [bɪˈsɒt] ΡΉΜΑ μεταβ αρχαϊκ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski