territory [βρετ ˈtɛrɪt(ə)ri, αμερικ ˈtɛrəˌtɔri] ΟΥΣ
1. territory (land owned):
- territorio αρσ
2. territory ΠΟΛΙΤ (dependency):
3. territory (of animal, inhabitant, team):
- territorio αρσ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.