tolerance [αμερικ ˈtɑl(ə)rəns, βρετ ˈtɒl(ə)r(ə)ns] ΟΥΣ
1. tolerance U (forbearance):
- tolerancia θηλ
2. tolerance U (endurance):
- tolerancia θηλ
3. tolerance U ΙΑΤΡ:
- tolerancia θηλ
4. tolerance U or C (deviation):
- tolerancia θηλ
Εδώ μπορείτε να σημειώσετε βελτιωτικές προτάσεις ή σχόλια σχετικά με λάθη σε αυτό το λήμμα:
Πώς μπορώ να μεταφέρω τις μεταφράσεις στον προπονητή λεξιλογίου;
Έχετε υπόψη ότι τα λήμματα σε αυτήν τη λίστα λεξιλογίου διατίθενται μόνο σε αυτό τον περιηγητή. Μόλις τα περάσετε όμως στον προπονητή λεξιλογίου, θα μπορείτε να τα καλέσετε από παντού.