accentuation [αμερικ əkˌsɛn(t)ʃuˈeɪʃ(ə)n, ækˌsɛn(t)ʃuˈeɪʃ(ə)n, βρετ əksɛntʃuːˈeɪʃ(ə)n] ΟΥΣ U
1. accentuation (insistence):
- énfasis αρσ
2. accentuation (stress) ΜΟΥΣ:
- acentuación θηλ
Εδώ μπορείτε να σημειώσετε βελτιωτικές προτάσεις ή σχόλια σχετικά με λάθη σε αυτό το λήμμα:
Πώς μπορώ να μεταφέρω τις μεταφράσεις στον προπονητή λεξιλογίου;
Έχετε υπόψη ότι τα λήμματα σε αυτήν τη λίστα λεξιλογίου διατίθενται μόνο σε αυτό τον περιηγητή. Μόλις τα περάσετε όμως στον προπονητή λεξιλογίου, θα μπορείτε να τα καλέσετε από παντού.