I.slot [αμερικ slɑt, βρετ slɒt] ΟΥΣ
2.2. slot:
- espacio αρσ
II.slot <μετ ενεστ slotting; παρελθ, μετ παρακειμ slotted> [αμερικ slɑt, βρετ slɒt] ΡΉΜΑ μεταβ
2. slot <slotted, μετ παρακειμ >:
- espumadera θηλ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.