concur <μετ ενεστ concurring; παρελθ, μετ παρακειμ concurred> [αμερικ kənˈkər, βρετ kənˈkəː] ΡΉΜΑ αμετάβ τυπικ
1. concur (agree):
2. concur (coincide):
- concurrir τυπικ
Εδώ μπορείτε να σημειώσετε βελτιωτικές προτάσεις ή σχόλια σχετικά με λάθη σε αυτό το λήμμα:
Πώς μπορώ να μεταφέρω τις μεταφράσεις στον προπονητή λεξιλογίου;
Έχετε υπόψη ότι τα λήμματα σε αυτήν τη λίστα λεξιλογίου διατίθενται μόνο σε αυτό τον περιηγητή. Μόλις τα περάσετε όμως στον προπονητή λεξιλογίου, θα μπορείτε να τα καλέσετε από παντού.