assimilation [αμερικ əˌsɪmɪˈleɪʃ(ə)n, βρετ əsɪmɪˈleɪʃ(ə)n] ΟΥΣ U
1. assimilation (absorption):
- asimilación θηλ
2. assimilation (making similar):
- assimilation τυπικ
- asimilación θηλ
3. assimilation ΓΛΩΣΣ:
- asimilación θηλ
Εδώ μπορείτε να σημειώσετε βελτιωτικές προτάσεις ή σχόλια σχετικά με λάθη σε αυτό το λήμμα:
Πώς μπορώ να μεταφέρω τις μεταφράσεις στον προπονητή λεξιλογίου;
Έχετε υπόψη ότι τα λήμματα σε αυτήν τη λίστα λεξιλογίου διατίθενται μόνο σε αυτό τον περιηγητή. Μόλις τα περάσετε όμως στον προπονητή λεξιλογίου, θα μπορείτε να τα καλέσετε από παντού.