I.squelch [αμερικ skwɛltʃ, βρετ skwɛltʃ] ΡΉΜΑ αμετάβ
squelch shoes/hooves:
II.squelch [αμερικ skwɛltʃ, βρετ skwɛltʃ] ΡΉΜΑ μεταβ αμερικ οικ
III.squelch [αμερικ skwɛltʃ, βρετ skwɛltʃ] ΟΥΣ
2. squelch (retort) αμερικ:
- squelch οικ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.